-
1 загрязнение
1. (действие) η ρύπανσ/η, η μόλυνσηконтроль над - ем окружающей среды έλεγχος κατά της - ης του περιβάλλοντος2. (при-месь) о ρύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загрязнение
-
2 загрязнение
загрязнение с η ρύπανση, η μόλυνση \загрязнение окружающей среды η ρύπανση του περιβάλλοντος* * *сη ρύπανση, η μόλυνσηзагрязне́ние окружа́ющей среды́ — η ρύπανση του περιβάλλοντος
-
3 заражение
-
4 заражение
зараж||ениес ἡ μόλυνση [-ις]:\заражениеение κρόβΗή μόλυνση τοῦ αίματος. -
5 заражение
η μόλυνση- крови мед. - του αίματος, η σηψαιμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заражение
-
6 инфекция
η μόλυνση, η λοίμωξη, η μίανση, η ίωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инфекция
-
7 кровь
το αίμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кровь
-
8 загрязнение
загрязнениес τό λέρωμα, ἡ ρύπανση[-ις], ἡ μόλυνση [-ις]. -
9 зараза
заразаж прям., перен ἡ μόλυνση[-ις], τό μόλυσμα, τό μίασμα -
10 кровь
кров||ьж τό αίμα:артериальная (венозная) \кровь τό ἀρτηριακό (τό φλεβικό) αίμα· прилив \кровьи ἡ ὑπεραιμία· переливание \кровьи ἡ μετάγγιση αίματος· заражение \кровьи ἡ μόλυνση τοῦ αίματος, ἡ σηψαιμία· пускать \кровь ἀφαιμάσσω, κάνω ἀφαίμαξη· быть в \кровьй εἶμαι αἰμόφυρτος, εἶμαι κατα-ματωμένος· ◊ у́зы \кровьи οἱ δεσμοί αἰμα-τ°ς. ἡ ἐξ αίματος συγγένεια· \кровь за \кровь παίρνω τό αίμα πίσω· проливать \кровь за Родину χύνω τό αίμα μου ὑπέρ τής Πατρίδος· избить до \кровьи τσακίζω στό ξύλο разбить в \кровь καταματώνω, αίματώνω· это моя плоть и \кровь εἶναι ἡ σαρξ ἐκ τής σαρκός μου· до последней капли \кровьи μέΧΡί τελευταίας ρανίδος τοῦ αίματος· £то у него в \кровьй (унаследовано) τό ἐχει ото αἰμα του· \кровь стынет в жилах παγώνει τό αίμα στίς φλέβες· \кровь с молоком ροδοκόκκινος· \кровь бросилась ему в лицо́ Εγινε κατακόκκινος, τό αίμα τοῦ ἀνέβηκε στό πρόσωπο· сердце \кровьью обливается ματώνει ἡ κάρδιά μου· портить себе \кровь разг χαλώ τήν ζαχαρένια μου. -
11 разносить
разносить Iнесов1. (доставлять) φέρ(ν)ω. μοιράζω, κουβαλώ, κομίζω·2. (счета, на карточки) καταγράφω, καταχωρώ:\разносить счета по книгам καταχωρώ στό κατάστιχο·3. (распространять) разг διαδίδω, διασπείρω, μεταδίδω, κυκλοφορώ (μετ.):\разносить заразу μεταδίδω μόλυνση· \разносить слухи διαδίδω φήμες·4. (уничтожать, разрушать) τσακίζω, σπάζω, κάνω κομμάτια·5. (разгонять, рассеивать) разг (δια)σκορπίζω·6. (разбранить) разг κατσαδιάζω.разносить IIсов см. разнашивать. -
12 загрязнение
[ζαγκργιαζνιένιιε] ουσ. ο. ρύπανση, μόλυνση -
13 заражение
[ζαραζένιιε] ουσ. ο. μόλυνση -
14 загрязнение
[ζαγκργιαζνιένιιε] ουσ ο ρύπανση, μόλυνση -
15 заражение
[ζαραζένιιε] ουσ ο μόλυνση -
16 антонов
-а, -о, επ.антонов огонь μόλυνση του αίματος, γάγγραινα. -
17 загрязнение
-я ουδ.λέρωμα, ρύπανση, μόλυνση• μύανση. || μτφ. σπίλωση, στιγμάτισμα. -
18 заражение
-я ουδ.μόλυνση, μίανση. -
19 заражённость
-и θ.(κατάσταση) μόλυνση, μίανση. -
20 зараза
-ы θ.1. μόλυνση, μίανση.2. μτφ. μίανση, διάδοση ανεπιθύμητων ιδεών.3. μτφ. μίασμα (βρωμερός, βλαβερός άνθρωπος).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μόλυνση — η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω] ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού… … Dictionary of Greek
μόλυνση — η η μετάδοση μικροβίων που προκαλούν ασθένειες: Η μόλυνση των θαλασσών οφείλεται κυρίως στα απόβλητα των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόλυνση της ατμόσφαιρας — Βλ. λ. ρύπανση … Dictionary of Greek
ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… … Dictionary of Greek
εχινοκοκκίαση — Νόσος που οφείλεται στη μόλυνση του ανθρώπινου οργανισμού από τα αβγά της ταινίας του εχινόκοκκου (βλ. λ.), τα οποία βρίσκονται στον οργανισμό και στα περιττώματα του σκύλου. Τα αβγά εκκολάπτονται στο έντερο του ανθρώπου. Τα έμβρυά τους τρυπούν… … Dictionary of Greek
μίανση — η (Α μίανσις) [μιαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μιαίνω, βεβήλωση, μαγάρισμα 2. μόλυνση, ρύπανση 3. μτφ. ηθική μόλυνση … Dictionary of Greek
μολυσματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μόλυσμα ή προέρχεται από μόλυσμα 2. αυτός που μεταδίδεται με μόλυνση ή προκαλεί μόλυνση, μεταδοτικός, κολλητικός 3. φρ. «μολυσματικές νόσοι» λοιμώδεις νόσοι που μεταδίδονται από έναν ζωντανό οργανισμό σε… … Dictionary of Greek
ορχίτιδα — (Ιατρ.). Οξεία ή χρονία φλεγμονή του όρχεως, που συνήθως εμφανίζεται ως επιπλοκή της παρωτίτιδας. Προκαλείται επίσης από τραυματισμό, μόλυνση της ουρήθρας ή μόλυνση του αίματος. Η συφιλιδική ο. είναι σπάνια στη σύγχρονη εποχή. Η φυματίωση και η… … Dictionary of Greek